- ἐξαρτύσεως
- ἐξαρτύσεω̆ς , ἐξάρτυσιςequipmentfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίξανθο — το (Α ἐπίξανθος, ον) (για ζώα, φυτά κ.λπ.) αυτός που κλίνει προς το ξανθό χρώμα, κιτρινωπός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επίξανθο δέρμα εμποτισμένο με λιπαρές ουσίες με το οποίο κατασκευάζονται διάφορα είδη εξαρτύσεως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί, με… … Dictionary of Greek